- ἱπποφορβεύς
- ἱπποφορβ-εύς, έως, ὁ,= ἱπποφορβός, Poll.7.185:—fem. [suff] ἱπποφορβ-άς, άδος, Sch.Luc.Ind.5:
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ιπποφορβεύς — ἱπποφορβεύς, έως, ό, θηλ. ἱπποφορβάς, άδος (Α) ιπποφορβός*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππ(ο) * + φορβεύς < φέρβω «τρέφω»] … Dictionary of Greek
ἱπποφορβεῖς — ἱπποφορβέω keep horses pres ind act 2nd sg (attic epic doric ionic) ἱπποφορβεύς masc acc pl ἱπποφορβεύς masc nom/voc pl (parad form) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ιππ(ο)- — (ΑΜ ἱππ[ο]) α συνθετικό λέξεων που δηλώνει ότι το β συνθετικό αναφέρεται στον ίππο ή έχει σχέση με τον ίππο. Αξίζει να σημειωθεί ότι με ανάλογη σημασιολογική εξέλιξη το ἱππο χρησιμοποιήθηκε στην Αρχαία Ελληνική και ως μεγεθυντικό πρόθημα… … Dictionary of Greek
ιπποφορβάς — ἱπποφορβάς, ἡ (Α) θηλ. τού ιπποφορβεύς* … Dictionary of Greek
ιπποφορβείο — το [ιπποφορβεύς] χώρος όπου έχει εγκατασταθεί κτηνοτροφική μονάδα εξειδικευμένη στην αναπαραγωγή ίππων, στη βελτίωση τού είδους και στη δημιουργία νέων ποικιλιών … Dictionary of Greek
ՄԱՏԱԿՊԱՆ — (ի, աց.) NBH 2 0212 Chronological Sequence: 10c գ. ἰπποφόρος, ἰπποφορβεύς, ἰπποφόρβος equorum pastor, curator. Վերակացու կամ կուտպան մատակ ձիոց, եւ ամենայն երիվարաց արօտականաց. *Եկեալ ածին փիլիպպոսի մատակպանքն ʼի կուտիցն ձի կարի մեծ յոյժ. Պտմ.… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)